- ἀγύμναστα
- ἀγύμναστοςunexercisedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατζαμής — Επίθετο που σημαίνει αυτόν που είναι πρωτόπειρος σε δουλειά. Προέρχεται από τη λέξη ατζέμ, που σημαίνει Πέρσης. Ονόμαζαν έτσι τους Πέρσες επειδή τους θεωρούσαν αμόρφωτους και απολίτιστους. Με τον καιρό επικράτησε και στους Τούρκους η λέξη ατζαμί… … Dictionary of Greek